οφθαλμολογία

Η διαθλαστική χειρουργική έφερε την επανάσταση στη διόρθωση της μυωπίας, της υπερμετρωπίας, και του αστιγματισμού. Σήμερα διανύουμε ήδη την 3η δεκαετία της χρήσης των laser και πραγματικά παρατηρούμε ότι η ακρίβεια και η ασφάλεια είναι πλέον γεγονός. Με τη χρήση αυτής της αξιοθαύμαστης τεχνολογίας, μπορούμε να εξαλείψουμε οριστικά την εξάρτηση από διορθωτικά γυαλιά ή φακούς επαφής.

Υπάρχουν δύο μέθοδοι αποτελεσματικής διόρθωσης μικρών ή μεγάλων βαθμών μυωπίας, υπερμετρωπίας και αστιγματισμού: η PRK και η LASIK. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο μεθόδους έγκειται στο γεγονός ότι στην πρώτη η διόρθωση γίνεται στην επιφάνεια του κερατοειδούς, ενώ στη δεύτερη στο εσωτερικό του. Στη μεν PRK έχουμε κάποιες μικροενοχλήσεις τις 2-3 πρώτες ημέρες, ενώ στη LASIK οι ενοχλήσεις είναι μηδαμινές και η αποκατάσταση της όρασης του ασθενούς είναι άμεση από την ίδια κιόλας ημέρα.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις. Ουσιαστικό ρόλο στην απόφαση του ασθενούς να απαλλαχτεί από τα γυαλιά και τους φακούς επαφής του παίζουν η εμπιστοσύνη και η σχέση γιατρού-ασθενούς. Το σημαντικότερο σημείο μιας διαθλαστικής επέμβασης είναι ο σχολαστικός προεγχειρητικός έλεγχος, ο οποίος και θα μας καθορίσει εάν ο ασθενής είναι κατάλληλος για τη συγκεκριμένη επέμβαση ή όχι. Ο λεπτομερής και σχολαστικός προεγχειρητικός έλεγχος είναι αυτός που εξασφαλίζει την επιτυχία της επέμβασης. Από πλευράς χρόνου, η επέμβαση διαρκεί λίγα λεπτά και πάντως δεν υπερβαίνει τα 5-6 και για τα δύο μάτια. Ο γιατρός χρησιμοποιεί τοπική αναισθησία και ο ασθενής δεν πονάει.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η διόρθωση είναι μόνιμη και ακόμη και στις πολύ σπάνιες περιπτώσεις που παραμένει κάποιο υπόλοιπο μπορεί να γίνει συμπληρωματικό laser, ώστε να επιτευχθεί η πλήρης διόρθωση. Ουσιαστικό ρόλο στην απόφαση του ασθενούς να προχωρίσει σε μια τέτοια επέμβαση παίζουν η εμπιστοσύνη και η σχέση γιατρού-ασθενούς. Η 25ετής και πλέον χρήση των laser μας επιτρέπει να λέμε ότι η πιθανότητα σοβαρών επιπλοκών είναι μηδαμινή. Ακόμα και οι πολύ σπάνιες επιπλοκές αντιμετωπίζονται. Είμαστε, μάλιστα, σε θέση να πούμε με απόλυτη σιγουριά ότι οι πιθανότητες μόλυνσης από φακούς επαφής ξεπερνούν κατά πολύ τις πιθανότητες κάποιας επιπλοκής από μια διαθλαστική επέμβαση.

Ο κερατόκωνος είναι μία μη φλεγμονώδης πάθηση του κερατοειδούς, η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία μίας προοδευτικής παραμόρφωσης της επιφάνειάς του. Ο κερατοειδής παίρνει σταδιακά μία ?κωνική? μορφή, παραμορφώνοντας το είδωλο που σχηματίζεται στο βυθό του ματιού. Ταυτόχρονα παρατηρείται προοδευτική λέπτυνση, ουλοποίηση και τελικά θολερότητα στην περιοχή που υπάρχει ο κώνος. Το σημαντικό στον κερατόκωνο είναι ότι προκαλεί προοδευτική, μερική ή ολική, πτώση της όρασης η οποία δεν βελτιώνεται με γυαλιά και μπορεί να φθάσει μέχρι και την τύφλωση.

Παρά τις συνεχιζόμενες έρευνες η αιτιολογία του παραμένει ουσιαστικά άγνωστη. Θεωρείται γενικά κληρονομική ασθένεια και ενοχοποιούνται για την εμφάνισή της πολλοί παράγοντες και κυρίως ανωμαλίες της δομής ή του μεταβολισμού των διαφόρων τμημάτων του κερατοειδούς. Παλαιότερα εθεωρείτο σπάνια πάθηση ίσως γιατί δεν υπήρχαν τα διαγνωστικά μέσα για να ανιχνευθεί σε αρχικό στάδιο. Σήμερα γνωρίζουμε ότι δεν είναι τόσο σπάνια. Στην Ελλάδα έχουμε περισσότερα από 20.000 άτομα (περίπου 1 ανά 2.000 κατοίκους) με κερατόκωνο. Εμφανίζεται συνήθως στην εφηβεία όπου και εξελίσσεται σχετικά γρήγορα, στη συνέχεια επιβραδύνεται ο ρυθμός εξέλιξης και σταματά περίπου στα 35 χρόνια ζωής. Η φυσική εξέταση δεν δίνει πάντοτε στοιχεία για μια σίγουρη διάγνωση. Ωστόσο η κερατομέτρηση μπορεί να δώσει αλλοιωμένες παραμέτρους.

Ο ασθενής παρουσιάζει έναν ανώμαλο εξελικτικό αστιγματισμό που δεν είχε πριν. Σε πιο προχωρημένα στάδια η διάγνωση είναι πιο εύκολη διότι ο κερατοειδής εμφανίζει την γνωστή κωνική μορφή καθώς και λέπτυνση και θόλωση της κεντρικής περιοχής του. Η εξέταση όμως που μας δίνει σίγουρη διάγνωση είναι η “τοπογραφία κερατοειδούς”, με την οποία λαμβάνουμε μια δισδιάστατη έγχρωμη απεικόνηση του κερατοειδούς ικανή να διαγνώσει ακόμα και τις υποκλινικές μορφές του, δηλ. εκείνες που δεν έχουν εμφανίσει συμπτώματα. Είναι πεποίθηση σήμερα πως η μέθοδος της ριβοφλαβίνης μπορεί να καθυστερήσει σημαντικά ή και να σταματήσει την εξέλιξη του κερατόκωνου, γλυτώνοντας τον ασθενή από μια πιθανή μεταμόσχευση κερατοειδούς. Η μέθοδος αυτή διαρκώς εξελίσσεται και ονομάζεται C3-R (Corneal Collagen Crosslinking with Riboflavin). Μέσω εργαστηριακών και κλινικών ελέγχων, έχει αποδειχθεί ότι ενδυναμώνει την εσωτερική δομή του κερατοειδούς σταθεροποιώντας την όλη αρχιτεκτονική του και συγκεκριμένα ισχυροποιώντας τους δεσμούς μεταξύ των ινών του κολλαγόνου του κερατοειδούς, οι οποίες είναι ένα από τα βασικά συστατικά της διατήρησης της δομής του.

Η θεραπεία C3-R μπορεί να γίνει στο ιατρείο και διαρκεί περίπου 60 λεπτά. Κατά τη διάρκειά της, ενσταλάσσονται σταγόνες μίγματος ριβοφλαβίνης-Βιταμίνη Β2 οι οποίες μετέπειτα ?ενεργοποιούνται? με χρήση υπεριώδους (UV) ακτινοβολίας.

Ο καταρράκτης είναι μια θόλωση του φυσικού φακού εντός του οφθαλμού σας. Ο φακός αυτός, που βρίσκεται πίσω από την ίριδα λειτουργεί ακριβώς όπως ο φακός μιας κάμερας, εστιάζοντας τις φωτεινές εικόνες στον αμφιβληστροειδή, ο οποίος στέλνει τις εικόνες στον εγκέφαλο σας. Ο ανθρώπινος φακός, αποτελούμενος κυρίως από πρωτεΐνη και νερό, μπορεί να παρουσιάσει θόλωση, σε τέτοιο βαθμό που να μην επιτρέπει το φως και τις εικόνες να φθάσουν στον αμφιβληστροειδή. Η οφθαλμική βλάβη, ορισμένες παθήσεις ή ακόμα κάποια φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν τη θόλωση. Αλλά, σε περισσότερο από το 90% των περιπτώσεων, η θόλωση προκαλείται από τη διαδικασία γήρανσης. Ο καταρράκτης δεν είναι μια εναπόθεση μέσα στον οφθαλμό και δε μπορεί να απομακρυνθεί με κάποια δίαιτα ή με λέιζερ. Ο καλύτερος τρόπος θεραπείας ενός καταρράκτη είναι η αφαίρεση του παλαιού, θολωμένου φακού και η ένθεση ενός άλλου για αντικατάσταση του. Ο καταρράκτης μπορεί να είναι η αιτία θόλωσης καθαρών εικόνων, άμβλυνσης έντονων χρωμάτων ή επιδείνωσης της όρασης τη νύκτα. Ενδέχεται επίσης να είναι η αιτία που τα γυαλιά ανάγνωσης ή τα διπλοεστιακά γυαλιά που σας βοηθούσαν στην ανάγνωση ή να κάνετε άλλες απλές εργασίες, δε σας βοηθούν πλέον. Δυστυχώς, δεν είναι δυνατή η πρόληψη του καταρράκτη, παρά μόνο η αφαίρεση του και η αντικατάσταση του με έναν τεχνητό φακό που μπορεί να αποκαταστήσει την όραση σας και να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής σας. Η κατάλληλη χρονική στιγμή αφαίρεσης του καταρράκτη σας είναι όταν η ποιότητα της όρασης σας αρχίζει να προκαλεί περιορισμούς στις δραστηριότητες σας και στην απόλαυση της ζωής.

Το γλαύκωμα αποτελεί μια ομάδα παθήσεων του οφθαλμού, οι οποίες έχουν σαν κοινό χαρακτηριστικό την καταστροφή του οπτικού νεύρου. Το οπτικό νεύρο αποτελείται από νευρικές ίνες και είναι υπεύθυνο για την μεταφορά εικόνων από το μάτι στον εγκέφαλο. Το γλαύκωμα είναι μια πάθηση που οδηγεί στην απώλεια της όρασης απροειδοποίητα. Στα πρώιμα στάδια της νόσου είναι δυνατόν να μην υπάρξουν συμπτώματα και οι γλαυκωματικοί ασθενείς μπορεί να μην γνωρίζουν ότι νοσούν. Η απώλεια της όρασης ξεκινά με την περιφερική ή πλευρική όραση.Μπορεί να αντισταθμίζεται ασυναίσθητα αυτή η απώλεια με την στροφή προς την σύστοιχη πλευρά του κεφαλιού και έτσι να μην γίνει αντιληπτο εως ότου να έχει συντελεστεί σημαντική απώλεια της οπτικής οξύτητας.

Για το λόγο αυτό η έγκαιρη διάγνωση είναι σημαντική και προλαμβάνετε την ύπαρξη σημαντικής βλάβης.Ετσι, οι άνθρωποι άνω των σαράντα ετών και ιδιαίτερα όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό γλαυκώματος, πρέπει να εξετάζονται μια ή δύο φορές το χρόνο.

Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είναι η προσβολή των μικρών (τριχοειδών) αγγείων του αμφιβληστροειδούς.Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια αφορά όλους του διαβητικούς ασθενείς είτε είναι ινσουλίνο-εξαρτώμενοι (Τύπος 1) νεαροί σε ηλικία, είτε είναι μη ινσουλίνο-εξαρτώμενοι (Τύπος 2) που εμφανίζουν την πάθηση σε μεγαλύτερες ηλικίες. Ο διαβητικός ασθενής θα πρέπει να γνωρίζει ότι είναι πολύ σημαντικό που για την ασθένεία του να ρυθμίζει σωστά το σάκχαρό του. Το απορρυθμισμένο σάκχαρο προωθεί με γρηγορότερους ρυθμούς τη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια. Επίσης θα πρέπει να ρυθμίζει την υπέρτασή του, την υπερλιπιδαιμία του, αν υπάρχει, και να περιορίζει το κάπνισμα και το αλκοόλ. Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη πρέπει να εξετάζονται από οφθαλμίατρο κάθε 6 μήνες. Είναι σημαντικό να γνωρίζετε ότι σήμερα με τις βελτιωμένες μεθόδους διάγνωσης και θεραπείας ένα μικρό μόνο ποσοστό ασθενών που αναπτύσσουν αμφιβληστροειδοπάθεια αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα οράσεως.

Η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδος, είναι η πιο συχνή αιτία μη αναστρέψιμης τύφλωσης στον δυτικό κόσμο. Η πάθηση αυτή προσβάλει την κεντρική περιοχή του βυθού του ματιού, η οποία είναι και η πιο σημαντική. Η συνέπεια; Μια σταδιακή μείωση της κεντρικής όρασης χωρίς άλλα συμπτώματα. Διάφορες μελέτες που έχουν γίνει υπολογίζουν ότι ένα ποσοστό 6%-10% των ατόμων μεταξύ 65&74 ετών και ένα ποσοστό από 19%-30% σε άτομα >75 ετών έχουν αυτή την πάθηση. Οπως καταλαβαίνουμε έχει απόλυτη σχέση με την τρίτη ηλικία και για τον λόγο αυτό ονομάζεται και γεροντική εκφύλιση ωχράς.Η γεροντική εκφύλιση της ωχράς είναι μια πολυπαραγοντική νόσος, δηλ. βρέθηκε ότι υπάρχουν πολύ παράγοντες που παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνισή της, όπως η ηλικία, η κληρονομικότητα, οι ανοιχτόχρωμες ίριδες, το κάπνισμα, τα καρδαγγειακά νοσήματα καθώς και η ηλιακή ακτινοβολία. Φυσικά ο πιο σημαντικός παράγοντας είναι η διαδικασία της γήρανσης.

 

Τι μπορούμε να κάνουμε για να την προβλέψουμε;

Να φορούμε γυαλιά ηλίου με φίλτρο για τις υπεριώδεις ακτίνες (UV) για την προστασία των ματιών μας.

Μπορείται να λαμβάνεται ως συμπλήρώματα διατροφής, πολυβιταμινούχα σκευάσματα και σκευάσματα ψευδαργύρου. Αν και είναι δύσκολο να αποδειχθεί η προληπτική δράση αυτών των φαρμάκων, διάφορες μελέτες έδειξαν ότι μπορούν να βοηθήσουν στην καθυστέρηση της εμφάνισης της νόσου. Η δοσολογία θα πρέπει να δοθεί από τον οφθαλμίατρο σε συνεργασία με τον παθολόγο για τις πιθανές αντενδείξεις.

Να κάνεται προληπτικούς οφθαλμολογικούς ελέγχους μετά τα 40 και να επισκέπτεσθε τον οφθαλμίατρο μόλις παρατηρήσετε αλλαγές στην όρασή σας, ειδικά σκοτώματα που αφορούν την κεντρική σας όραση. Ειδικές διαγνωστικές εξετάσεις όπως η OCT και η Φλουοραγγειογραφία είναι πολύ συχνά πολύτιμες για την αντιμετώπιση της νόσου.

Να περιορίσουμε ή καλύτερα να κόψουμε το κάπνισμα.

Να ρυθμίζουμε την πίεσή μας, την χοληστερίνη μας και να ελεγχόμαστε από τον καρδιολόγο όταν υπάρχει η ένδειξη.

 

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Δημόσιος Τομέας, τεύχος 286 Ιούλιος-Αυγουστος 2011